Ουσίες που εντοπίζονται σε ευρέως χρησιμοποιούμενα προϊόντα μπορούν να καταστούν εξαιρετικά απειλητικές για τις εγκύους, επηρεάζοντας παράλληλα την υγεία του εμβρύου – Ποιες είναι και πού εντοπίζονται

Τον κώδωνα του κινδύνου κρούουν εκ νέου οι επιστήμονες αναφορικά με χημικές ουσίες που εντοπίζονται σε μια σειρά από προϊόντα ευρείας χρήσης και θέτουν σε κίνδυνο την υγεία των ανθρώπων γενικότερα, αλλά και των εγκύων και εμβρύων ειδικότερα.

Τα προϋπάρχοντα επιστημονικά δεδομένα ενισχύθηκαν από νέα ευρήματα μελέτης που πραγματοποίησε ερευνητική ομάδα από το Πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο και τη Σχολή Δημόσιας Υγείας Johns Hopkins Bloomberg, σύμφωνα με τα οποία ουσίες όπως η μελαμίνη, το κυανουρικό οξύ και οι αρωματικές αμίνες αυξάνουν τον κίνδυνο καρκίνου και μπορούν να βλάψουν την ανάπτυξη του εμβρύου. Τα νέα επιστημονικά συμπεράσματα δημοσιεύθηκαν στο Chemosphere.

Στο πλαίσιο της μελέτης, οι ερευνητές εντόπισαν 45 χημικές ουσίες που σχετίζονται με καρκίνο και άλλους κινδύνους υγείας σε δείγματα ούρων μιας μικρής, αλλά ποικιλόμορφης ομάδας 171 ανθρώπων, που πήραν μέρος στο Πρόγραμμα των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας για τις Περιβαλλοντικές Επιρροές στην Παιδική Υγεία (ECHO), το οποίο διήρκησε από το 2008 έως το 2020. Οι 171 συμμετέχουσες προέρχονταν από διάφορες περιοχές των ΗΠΑ. Περίπου το ένα τρίτο (34%) ήταν λευκές, το 40% είχαν καταγωγή από την Λατινική Αμερική, το 20% ήταν μαύρες, το 4% Ασιάτισες και το υπολειπόμενο 3% ήταν από άλλες εθνοτικές ομάδες ή είχαν σύνθετα φυλετικά χαρακτηριστικά.

Από την έρευνα προέκυψε ότι η μελαμίνη και το κυανουρικό οξύ εντοπίστηκαν στα δείγματα σχεδόν όλων των συμμετεχουσών, ωστόσο τα υψηλότερα ποσοστά καταγράφηκαν στις μαύρες γυναίκες και εκείνες που εκτίθενται στον καπνό του τσιγάρου. Για παράδειγμα, τα επίπεδα της 3,4-διχλωροανιλίνης -μιας ουσίας που χρησιμοποιείται στην παραγωγή χρωστικών και φυτοφαρμάκων- ήταν περισσότερο από 100% υψηλότερα στις μαύρες και ισπανόφωνες γυναίκες, σε σύγκριση με τις λευκές. Επιπλέον, 4 αρωματικές αμίνες, που χρησιμοποιούνται ευρέως σε προϊόντα με χρωστικές ουσίες εντοπίστηκαν επίσης σχεδόν σε όλες τις συμμετέχουσες.

Οι άνθρωποι εκτίθενται στη μελαμίνη και τις αρωματικές αμίνες με διάφορους τρόπους: Μέσω του αέρα που αναπνέουν, του νερού που πίνουν, καταναλώνοντας μολυσμένα τρόφιμα, εισπνέοντας την σκόνη του νοικοκυριού ή χρησιμοποιώντας προϊόντα που περιέχουν πλαστικό και χρωστικές.

Η μελαμίνη και το κυρίαρχο υποπροϊόν της, το κυανουρικό οξύ, αποτελούν ευρείας κυκλοφορίας χημικά, η παραγωγή των οποίων μόνο στις ΗΠΑ υπερβαίνει τα 100 εκατομμύρια λίτρα ετησίως. Η μελαμίνη εντοπίζεται σε σκεύη πιάτων, πλαστικά, δάπεδα, πάγκους κουζίνας και φυτοφάρμακα. Το κυανουρικό οξύ χρησιμοποιείται ως απολυμαντικό, πλαστικός σταθεροποιητής και καθαριστικός διαλύτης σε πισίνες. Οι αρωματικές αμίνες βρίσκονται σε βαφές μαλλιών, στη μάσκαρα, το μελάνι για τατουάζ, σε χρώμα, στον καπνό του τσιγάρου και στα καυσαέρια ντίζελ.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η μελαμίνη αναγνωρίστηκε ως τοξική ουσία για τους νεφρούς μετά από περιστατικά δηλητηρίασης από βρεφικά γάλατα και τροφή για τα κατοικίδια το 2004, 2007 και 2008, προκαλώντας μια σειρά από θανάτους, αλλά και περιστατικά εμφάνισης πέτρας στους νεφρούς και απόφραξης του ουροποιητικού συστήματος. Άλλες έρευνες υποστήριξαν, επίσης, ότι η μελαμίνη βλάπτει την εγκεφαλική λειτουργία.

«Τα χημικά αυτά προκαλούν έντονο προβληματισμό, εξαιτίας του συσχετισμού τους με τον καρκίνο και την ανάπτυξη τοξικότητας. Παρ’ όλα αυτά, δεν παρακολουθούνται όσο στενά θα έπρεπε», υποστηρίζει η Tracey J. Woodruff, καθηγήτρια Μαιευτικής, Γυναικολογίας και Αναπαραγωγικής Ιατρικής, διευθύντρια του Προγράμματος Αναπαραγωγικής Υγείας και Περιβάλλοντος του UCSF, και συνεργάτιδα συγγραφέας της μελέτης.

«Είναι ανησυχητικό το γεγονός ότι εξακολουθούμε να εντοπίζουμε υψηλά επίπεδα αυτών των επιβλαβών χημικών στους ανθρώπους», συμπληρώνει η Jessie Buckley, αναπληρώτρια καθηγήτρια στη Σχολή Δημόσιας Υγείας Johns Hopkins Bloomberg και συνεργάτιδα της μελέτης.

«Τα ευρήματά μας εγείρουν ιδιαίτερα προβληματισμό για την υγεία των εγκύων και των εμβρύων, καθώς μερικά από αυτά τα χημικά είναι γνωστά ως καρκινογόνα και δυνητικοί δημιουργοί τοξικότητας», καταλήγει η Giehae Choi, μεταδιδακτορική συνεργάτιδα της Σχολής δημόσιας Υγείας Johns Hopkins Bloomberg και πρώτη συγγραφέας της μελέτης. «Είναι σαφές ότι απαιτείται ρυθμιστική δράση για τον περιορισμό της έκθεσης».

ygeiamou.gr