Με επιτυχία πραγματοποιήθηκε, χθες, Κυριακή, 26 Νοεμβρίου 2017, στο Σκεπαστό Καλαβρύτων, η εκδήλωση μνήμης και τιμής, προς τα θύματα του βομβαρδισμού του Σκεπαστού, από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής, τα γερμανικά στούκας, της 29ης Νοεμβρίου 1943, που διοργάνωσε ο Δήμος Καλαβρύτων, με τη συνδιοργάνωση του Πολιτιστικού Συλλόγου Σκεπαστού και της κοινότητας Σκεπαστού.

[the_ad id=”46371″]

 

Εξαιρετική ήταν και η ομιλία της δικηγόρου Καλλιόπης Κατσιρόδη, η οποία ακολουθεί ολόκληρη.
«Καταρχήν θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Εκπολιτιστικο Σύλλογο Σκεπαστού για την τιμή που μου έκανε να βρίσκομαι σήμερα ενώπιόν Σας, καθώς και τον κ. Καζάνη, συνεργάτη του Μουσείου Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος για την πολύτιμη επιστημονική συνδρομή του στην ομιλία αυτή.
O βομβαρδισμός του Σκεπαστού στις 29 Νοεμβρίου 1943, ήταν η πρώτη πράξη αντιποίνων κατά του πληθυσμού των Καλαβρύτων, στα πλαίσια της διαβόητης επιχείρησης «Καλάβρυτα» του γερμανικού στρατού. Ύστερα από τη μάχη της Κερπινής στις 16 Οκτωβρίου του 1943, αιχμαλωτίστηκαν περίπου 81 Γερμανοί του λόχου «Σόμπερ» από τους αντάρτες του ΕΛΑΣ. Η 117η μεραρχία καταδρομών, γνωστή και ως «Τάγμα των Κυνηγών», με προσωρινό διοικητή τάγματος τον Γκουίντο Εμπερσμπεργκερ ξεκίνησε διαπραγματεύσεις για την απελευθέρωση των Γερμανών αιχμαλώτων.
Η γερμανική αντικατασκοπεία γνώριζε ήδη ότι ο αρχηγός των ανταρτών Δημήτριος Μίχος και το επιτελείο του, μαζί με μία ομάδα 150 φρουρών εξοπλισμένων με βαριά και ελαφρά οπλοπολυβόλα, αυτόματα όπλα και όλμους, είχαν εγκαταστήσει το αρχηγείο τους στο Σκεπαστό. Ο διοικητής Εμπερσμπεργκερ, άσκησε πίεση στους προύχοντες του Αιγίου και στον τότε Μητροπολίτη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας και απαίτησε ρητά την απελευθέρωση των αιχμαλώτων, άλλως η γερμανική Βερμάχτ θα άρχιζε την εφαρμογή αντιποίνων και την εκτεταμένη καταστροφή χωριών.
Ο Μητροπολίτης, εξαιρετικά ανήσυχος, έστειλε αποστολή διαπραγμάτευσης με τους αντάρτες στο Σκεπαστό, στην οποία συμμετείχαν ο ιερέας Κωνστάντιος Χρόνης με καταγωγή από το Σκεπαστό, και μετέπειτα Μητροπολίτης Αλεξανδρούπολης, ένα μέλος του εργατικού κέντρου, ο δήμαρχος του Αιγίου Αλέξανδρος Καζάνης και ο δικηγόρος Παναγιώτης Μεντζελόπουλος.

[the_ad id=”46274″]

 

Η πρώτη συνάντηση της αντιπροσωπείας με το αρχηγείο των ανταρτών και τον αρχηγό Μίχο ήταν θυελλώδης και απέβη άκαρπη. Οι αντάρτες αρνούνταν να απελευθερώσουν τους Γερμανούς αιχμαλώτους.
Μετά όμως από την προφητική προειδοποίηση του ιερέα Χρόνη, ότι «εάν δεν απολυθώσιν οι αιχμάλωτοι, όταν μάθετε ότι έρχονται οι Γερμανοί να φύγετε διότι θα σας εκτελέσουν ή εάν έλθουν αεροπλάνα να κρυβήτε διότι θα σας βομβαρδίσου, ότι εις το Αίγιον ο Σεβασμιώτατος και όλοι τα Καλάβρυτα, το Σεκπαστόν, την Κερπινή και τους Ρωγούς, τα έχομεν ξεγράψει από το χάρτη», οι αντάρτες υποχώρησαν και παρέδωσαν έγγραφο στην αποστολή προς τους Γερμανούς, με το οποίο πρότειναν την ανταλλαγή αιχμαλώτων.
Οι Γερμανοί αρνήθηκαν την πρόταση αυτή, υποστηρίζοντας ότι δεν θα απελευθέρωναν γνωστούς «κομμουνιστές», μεταξύ των οποίων και τον πρόεδρο του ΚΚΕ Ν. Ζαχαριάδη. Ακολούθησε μια άκαρπη ανταλλαγή επιστολών μεταξύ των Γερμανών και των ανταρτών καθώς μία τελευταία προσπάθεια διαπραγμάτευσης των Γερμανών με απεσταλμένο του Εμπερσμπεργκερ τον ελληνομαθή υπολοχαγό Φραντς Γιούππε, διοικητή του 4ου λόχου του 749ου συντάγματος. Ο Γιούππε, μετά την αποτυχία της ύστατης προσπάθειας συνδιαλλαγής με τους αντάρτες, έστειλε την αναφορά του στον Εμπερσμπέργκερ, και στον σκληρό και αδιάλλακτο διοικητή της 117ης μεραρχίας, τον Αλσατό Καρλ φον Λε Σουίρ, ο οποίος είχε επιστρέψει στα καθήκοντα του. Ο Λε Σουίρ είχε χάσει πλέον την υπομονή του.
Ήταν της άποψης ότι, μετά τις διαπραγματεύσεις που διήρκεσαν ολόκληρες εβδομάδες και τις απαιτήσεις των ανταρτών που άλλαζαν συνεχώς, δεν μπορούσε πλέον να επιτευχθεί μια ειρηνική λύση του προβλήματος.
Έτσι έδωσε διαταγή να αναζητηθούν οι αιχμάλωτοι και να απελευθερωθούν με τη χρήση βίας. Έτσι, ο στρατιωτικός διοικητής της Πελοποννήσου, συνέλαβε την τελική λύση για την «σχετική ειρήνευση της χώρας» όπως ανέφερε ο ίδιος, την «επιχείρηση Καλάβρυτα».
Πρώτη πράξη του Λε Σουίρ ήταν η βίαιη απάντησή του στην τελευταία επιστολή του Μίχου, διατάζοντας το βομβαρδισμό του υποτιθέμενου κεντρικού αρχηγείου του ΕΛΑΣ, το δημοτικό σχολείο του Σκεπαστού, αλλά και όλου του χωριού. Στις 29 Νοεμβρίου, 12 αεροπλάνα κάθετου εφορμήσεως του 10ου σμήνους επιτέθηκαν κατά του χωριού μας, με ρίψη βομβών και χρήση μυδραλίων.
Οι αντάρτες είχαν ήδη εγκαταλείψει το χωριό και το δημοτικό σχολείο βρισκόταν σε λειτουργία, με πάνω από 100 παιδιά. Ο ηρωικός δάσκαλος κ. Λεωνίδας Παπαχαραλαμπόπουλος ήταν αυτός που τα έσωσε, κρατώντας τα μέσα στο κτίριο κατά τη διάρκεια της πρώτης αεροπορικής εφόδου, και φυγαδεύοντας τα πριν επιστρέψουν τα βομβαρδιστικά για τη δεύτερη έφοδό τους.

[the_ad id=”46371″]

Μετά το βομβαρδισμό, ο διοικητής αντικατασκοπείας της 117ης μεραρχίας καταδρομών έδωσε εντολή σε ένα σύνδεσμό, πιθανώς σε κάποιον περιοδεύοντα έμπορο, να πάει στο Σκεπαστό με σκοπό τη συλλογή πληροφοριών, να ελέγξει τα αποτελέσματα του βομβαρδισμού και να κάνει αντίστοιχη αναφορά.
Μια αναφορά αποτελούμενη από μια και μόνο στυγνή παράγραφο για την επίθεση της 29ης Νοεμβρίου 1943. Ρίψη βομβών στούκας στο χωριό Βυσοκά από 12 αεροπλάνα. Πλήρης επιτυχία στους στόχους του σχολείου και σε πάρα πολλά σπίτια.
Ο τραγικός απολογισμός τους δεν αναφέρθηκε καν στους 13 ανθρώπους που σκοτώθηκαν άδικα από τα πυρά τους, ανάμεσα τους και μικρά παιδιά, τους οποίους τιμούμε σήμερα.
Όμως, η θηριωδία και ο τρόμος του πολέμου δεν είναι μόνο η αποτύπωση των ιστορικών γεγονότων ή κάποιο στιγμιότυπο στην τηλεόραση.
Για εμένα η φρίκη του πολέμου θα βρίσκεται για πάντα χαραγμένη στη μνήμη μου, μέσα από τις ιστορίες που μου διηγούνταν ο παππούς μου, Κωνσταντίνος Κατσιρώδης. Ιστορίες για το πως επιβίωσε μέσα από απίστευτες κακουχίες και κινδύνους στην πρώτη γραμμή του ελληνοιταλικού μετώπου. Πως αναγκάστηκε ηττημένος, αλλά με το κεφάλι ψηλά να επιστρέψει στο σπίτι του από τα ελληνοαλβανικά σύνορα και πως, στις 29 Νοεμβρίου του 1943 γλίτωσε σαν από θαύμα από το θραύσμα της γερμανικής βόμβας που έπεσε δίπλα του, καθώς έτρεξε προς το βουνό για να σωθεί.
Πως στις 9 Δεκεμβρίου, στο σημερινό εκκλησάκι της Αγίας Άννας, στάθηκε ανήμπορος μαζί με άλλους τετρακόσιους περίπου Βυσοκιώτες μπροστά στα οπλοπολυβόλα των κατακτητών, έτοιμος να τον εκτελέσουν. Πώς στις 13 Δεκεμβρίου, οι Γερμανοί εκτέλεσαν εν ψυχρώ σχεδόν όλο τον ανδρικό πληθυσμό των Καλαβρύτων, ανάμεσά τους και δύο αδελφούς της μάνας του, τους Χρήστο και Κώστα Παπανδρέου, και πώς την επόμενη μέρα, οι Γερμανοί έκαψαν και λεηλάτησαν την περιουσία του, αφήνοντας ένα ολόκληρο χωριό να ζεί σε παράγκες για χρόνια, μέσα στην πείνα, στο κρύο και στην εξαθλίωση.
Πως κατάφερε να χτίσει με τα ίδια του τα χέρια το σπίτι στο οποίο μου διηγούνταν τις ιστορίες του, αφότου οι Γερμανοί «τον κάψανε», όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο ίδιος.

[the_ad id=”46274″]

Κάθε μέρα, όταν βλέπετε το κτίριο του σχολείου σας, την μαρμάρινη πλάκα πάνω από την κεντρική είσοδο που είναι ακόμα λαβωμένη από τα μυδράλια των κατακτητών, να θυμάστε πως η θηριωδία του πολέμου ήταν εδώ.
Να θυμάστε πως εδώ το Νοέμβρη του 1943 δολοφονήθηκαν άδικα και αναίτια 13 άνθρωποι, ανάμεσά τους και μαθητές σαν και εσάς. Να θυμάστε ότι είστε απόγονοι ηρώων, που έδωσαν ακόμα και το αίμα τους για να αντισταθούν στον κατακτητή, και να είστε υπερήφανοι για αυτούς, όπως και εγώ στέκω υπερήφανη για τους προγόνους μου σήμερα μπροστά σας, διότι πρέσβευαν την ιδέα της Ειρήνης και της πάταξης του ναζισμού, και με αυτές τις ιδέες με γαλούχησαν.
Η μνήμη τους θα σας κάνει ακόμα πιο δυνατούς για να αντισταθείτε και εσείς με τη σειρά σας, λέγοντας ένα βροντερό όχι σε κάθε μορφή σύγχρονου ναζισμού, η οποία δυστυχώς εξαπλώνεται και πάλι τόσο στη χώρα μας, όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Να θυμάστε τον βομβαρδισμό του Σκεπαστού».

[the_ad id=”46704″]

[the_ad id=”46715″]