PAVLOPOULOS PROKOPISΠροκόπης Παυλόπουλος: Ως προς την δικαίωση του Κώστα Καραμανλή; «έπεται συνέχεια…»
-«Το «διάταγμα Παυλόπουλου» θωρακίζεται με την υπέρτερη τυπική ισχύ του ευρωπαϊκού Δικαίου! Ουδείς μπορεί ν’ απολυθεί νομίμως, εφόσον η μετατροπή της σύμβασής του σε αορίστου χρόνου έγινε τότε σύμφωνα με τις διατάξεις του Π.Δ. 164/2004»

-Σχεδόν μόνος φαίνεται να δίνει τον αγώνα για να σταματήσουν οι συλλήψεις οφειλετών του Δημοσίου που αποδεδειγμένα δεν είχαν δόλο στην οφειλή. Σχεδόν μόνος δίνει και τον αγώνα για την αντισυνταγματικότητα του ΕΝΦΙΑ

«Το «διάταγμα Παυλόπουλου» θωρακίζεται με την υπέρτερη τυπική ισχύ του ευρωπαϊκού Δικαίου! Ουδείς μπορεί ν’ απολυθεί νομίμως, εφόσον η μετατροπή της σύμβασής του σε αορίστου χρόνου έγινε τότε σύμφωνα με τις διατάξεις του Π.Δ. 164/2004» δηλώνει ο Προκόπης Παυλόπουλος σε συνέντευξή στον «Ημερήσιο της Αχαϊας» για το πολυσυζητημένο διάταγμα.
Σε μια συνέντευξη που θα συζητηθεί ο πρώην υπουργός Εσωτερικών και βουλευτής Α`Αθηνών καθηγητής Προκόπης Παυλόπουλος μιλάει για τον αγώνα που δίνει για την αντισυνταγματικότητα του ΕΝΦΙΑ, τις συλλήψεις για τις οφειλές στο Δημόσιο αλλά και τον Κώστα Καραμανλή «Ως προς τη δικαίωση του Καραμανλή… έπεται συνέχεια» δηλώνει με νόημα.

ΕΡ : Κύριε υπουργέ, η Ελλάδα κυβερνάται από ένα μόνο πρόσωπο, τον εκάστοτε Πρωθυπουργό, με μια μικρή ομάδα περί αυτόν. Η Κυβέρνηση δεν συνεδριάζει, η Βουλή δεν αποφασίζει, οι Βουλευτές διαγράφονται αν διαφωνήσουν, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν έχει εξουσίες, οι θεσμοί απαξιώνονται ή έχουν απονευρωθεί. Η Χώρα έχει τελικά Πολίτευμα; Ποιος θα αποκαταστήσει τους κανόνες που χάθηκαν με την αναθεώρηση του Συντάγματος το 1986, η οποία δημιούργησε ένα «πρωθυπουργικοκεντρικό» καθεστώς;

ΑΠ: Το 1986 είχα, ως Καθηγητής τότε, χαρακτηρίσει την αναθεώρηση του Συντάγματος προσχηματική και πρόχειρη. Προσχηματική, γιατί είχε ως μόνο στόχο την απομάκρυνση του Κωνσταντίνου Καραμανλή από την Προεδρία της Δημοκρατίας, η οποία έγινε υπό όρους που προσέθεσαν μιαν άκρως μελανή κηλίδα στην διαδρομή του ΠΑΣΟΚ και του Α. Παπανδρέου, Και πρόχειρη, γιατί αφαίρεσε κρίσιμες αρμοδιότητες –τις λεγόμενες «ρυθμιστικές»- από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας σε σχέση με το αρχικό ρυθμιστικό πλαίσιο του Συντάγματος του 1975. Έτσι, αφενός καταλήξαμε στο σημερινό «πρωθυπουργικό» σύστημα, το οποίο σηματοδοτεί και μιαν έντονη ανισορροπία του όλου πολιτικού μας συστήματος. Και τούτο διότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αδυνατεί, σε κρίσιμες περιόδους, να παίξει το ρόλο του «θεσμικού αντίβαρου», κατά την γνωστή, αγγλοσαξωνικής προέλευσης, θεωρία των «checks and balances». Και, αφετέρου, η λύση είναι μια: Στην επερχόμενη αναθεώρηση –η οποία θα έπρεπε να έχει αρχίσει και δεν αντιλαμβάνομαι τι είναι εκείνο που την έχει ως τώρα εμποδίσει- να γυρίσουμε πίσω στις ρίζες του Συντάγματος του 1975 ως προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Δηλαδή, τουλάχιστον, να ξαναποκτήσει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας τις ρυθμιστικές του αρμοδιότητες, στις οποίες ήδη αναφέρθηκα, ώστε να μετριασθεί και, επέκεινα, να εξορθολογισθεί θεσμικώς και πολιτικώς ο σημερινός οιονεί «μονοκρατορικός» ρόλος του Πρωθυπουργού.

ΕΡ : Πρωτοστατείτε με αδιάσειστα επιχειρήματα κατά του ΕΝΦΙΑ, έχοντας τεκμηριώσει ότι ο φόρος αυτός είναι αντισυνταγματικός. Παρά την καθαρότητα των στοιχείων σας, ο αντισυνταγματικός αυτός φόρος εισπράττεται με τους πολίτες να είναι ανυπεράσπιστοι μπρος στην κυβερνητική αυθαιρεσία. Τι σας οδήγησε σ’ αυτές τις ενέργειες και ποια μπορεί να είναι η λύση απαλλαγής για τους πολίτες;
ΑΠ : Όπως είναι γνωστό πριν από τη ψήφιση του ΕΝΦΙΑ, την 1.11.2013, είχα θέσει γραπτώς στον τότε αρμόδιο υπουργό –και νυν διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος- κ. Στουρνάρα το ζήτημα των καταστροφικών συνεπειών του «δημιουργήματός» του –δηλαδή του ΕΝΦΙΑ- πρωτίστως λόγω των κραυγαλέων αντισυνταγματικοτήτων του. Πραγματικά ο ΕΝΦΙΑ είναι, ως μόνιμος φόρος, διττώς αντισυνταγματικός. Πρώτον, διότι μέσω αυτού υπολογίζεται ο φόρος επί των ακινήτων με αντικειμενικές αξίες καταφανώς πολλαπλάσιες της εμπορικής τους αξίας. Και, δεύτερον, διότι ο φόρος αυτός πλήττει ευθέως το ακίνητο κι επιβάλλεται στον φορολογούμενο ανεξαρτήτως από οιανδήποτε πρόσοδο απ’ αυτό, πολύ περισσότερο δε εντελώς ανεξαρτήτως από την συνολική φορολογική επιβάρυνση του ιδιοκτήτη. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο ΕΝΦΙΑ –ως μόνιμος φόρος, το τονίζω- είναι αντίθετος προς το Σύνταγμα (κυρίως άρθρα 4 παρ. 5 και 17) αλλά και προς την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου) και οδηγεί σ’ έμμεση δήμευση της ακίνητης ιδιοκτησίας. Τούτο έχει σαφώς υπονοήσει και η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την απόφασή της αρ. 1972/2012, που αφορούσε τον «γεννήτορα» του ΕΝΦΙΑ, ήτοι το ΕΕΤΗΔΕ του κ. Ευ. Βενιζέλου. Με βάση τα όσα ήδη εξέθεσα θεωρώ ότι ο ΕΝΦΙΑ, για ν’ αποκτήσει χαρακτηριστικά μόνιμου φόρου σύμφωνου με το Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, πρέπει ν’ αναθεωρηθεί εκ βάθρων, προς τις δύο κατευθύνσεις που προανέφερα: Δηλαδή να προσαρμοσθεί στις πραγματικές εμπορικές αξίες του ακινήτου και να υπολογίζεται με βάση την πρόσοδο, άμεση ή έμμεση, την οποία αποφέρει, φυσικά σε συνδυασμό με την συνολική φορολογική επιβάρυνση του ιδιοκτήτη του βαρυνόμενου ακινήτου.

ΕΡ : Και στο τελευταίο σας βιβλίο περιγράφετε την αδιανόητη όσο και κατάφωρα αντισυνταγματική πρακτική, να έχει ποινικοποιηθεί το χρέος προς το δημόσιο αν και δεν εμπεριέχει υπαιτιότητα αλλά το δημιούργησε το τσουνάμι της κρίσης. Άνθρωποι που καταστράφηκαν να φυλακίζονται κιόλας αντί να προστατεύονται. Την περασμένη Πέμπτη υπήρξε η πρώτη επίσημη, δια στόματος Μαυραγάνη (στην ομιλία του στον ΣΕΒ), διαφαινόμενη απαλλαγή των πολιτών από την άδικη ποινική δίωξη. Θεωρείτε ότι αυτή η μάχη κερδίζεται και πόσο άμεσα;
ΑΠ : Η Ελλάδα βιώνει, από το 2011 και μέσω του ν. 3943/2011 -τον οποίο ψήφισε η Κυβέρνηση του κ. Γ. Παπανδρέου με υπουργό τον κ. Γ. Παπακωνσταντίνου- την πρωτοφανή θεσμική και πολιτική εμπειρία διατάξεων που χαρακτηρίζουν εγκληματία ακόμη και τον φτωχό, ο οποίος αδυνατεί να πληρώσει τα χρέη του προς το δημόσιο και τους φορείς του. Όχι γιατί δεν θέλει να πληρώσει αλλά γιατί δεν μπορεί, πολλές φορές μάλιστα εξαιτίας της συμπεριφοράς αυτού τούτου του δημοσίου (π.χ. μη επιστροφή φόρου ή μη εξόφληση άλλων οφειλών του δημοσίου προς τον οφειλέτη του). Πρόκειται για πρωτοφανή, προκειμένου περί δημοκρατικού κράτους, «αντικειμενική» -ήτοι δίχως υπαιτιότητα- ποινική ευθύνη! Εδώ και πάνω από ένα χρόνο έχω επισημάνει αυτό το όνειδος για την έννομη τάξη μας. Έστω και τώρα, επιτέλους, το όνειδος αυτό φαίνεται να εξαλείφεται. Και για να είμαι δίκαιος με τα πρόσωπα, ο αρμόδιος υφυπουργός κ. Γ. Μαυραγάνης –σε συνεργασία με την Γενική Γραμματέα Εσόδων κα Κ. Σαββαΐδου- τώρα μπόρεσε να πάρει την σχετική πρωτοβουλία, αφού έχει απαλλαγεί πλέον από την «τσαρική» επιρροή του πρώην υπουργού –και, επαναλαμβάνω, νυν διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος- κ. Γ. Στουρνάρα.

ΕΡ : Μετά τον Σαμαρά τι; Μοιάζει λογικό εφόσον η ΝΔ βρεθεί να είναι δεύτερο Κόμμα αυτό να σημάνει και το τέλος Σαμαρά στην αρχηγία της. Σημειωτέον ότι δεκάδες Βουλευτές έχουν αποχωρήσει αν και στην ουσία είναι πάντα… ΝΔ! Ποια μπορεί να είναι η επόμενη μέρα;
ΑΠ : Η ερώτηση στηρίζεται σε μια φανταστική προϋπόθεση, η οποία παραπέμπει στον «υποθετικό λόγο του απραγματοποίητου», κατά το σχολικό συντακτικό. Χρέος μας –και δικό μου χρέος φυσικά, απ’ οποιαδήποτε θέση- είναι ν’ αγωνισθούμε ώστε η ΝΔ να είναι ξανά πρώτο Κόμμα και όχι να επινοούμε ευτελή σενάρια διαδοχής. Κι αυτό δεν είναι αδύνατο.

ΕΡ : Είχατε το προνόμιο να είστε από τα πρόσωπα που εμπιστεύτηκε ο Κώστας Καραμανλής. Τα γεγονότα της εποχής εκείνης απέδειξαν ότι κάποια στελέχη της τότε Κυβέρνησης καταχράστηκαν αυτή την εμπιστοσύνη κι αυτό δρομολόγησε τότε εξελίξεις με την βίαιη προσφυγή στις κάλπες. Και φέρεται μάλιστα ως ένας από τους λόγους αποστασιοποίησης του πρώην Πρωθυπουργού από την ενεργό σκηνή. Σήμερα εσείς, που δεν παρεκκλίνατε της γραμμής Καραμανλή, θεωρείτε ότι η πολιτική της τότε Κυβέρνησής σας έχει δικαιωθεί; Εκτιμάτε ότι πρέπει να επιστρέψει ο Κώστας Καραμανλής;
ΑΠ : Καθένας γνωρίζει σήμερα –εκτός από τους κατ’ επάγγελμα και καθ’ υποτροπήν «αμετανόητους»- πώς και γιατί έπεσε η Κυβέρνηση του κ. Κώστα Καραμανλή. Όσο κι αν κάποιοι σήμερα –είναι οι ίδιοι που στήριξαν ως την τελευταία στιγμή το πολιτικό καθεστώς Σημίτη και οι ίδιοι που διετέλεσαν προκλητικά φερέφωνα του «λεφτά υπάρχουν» του κ. Γ. Παπανδρέου, έστω κι αν βαυκαλίζονται ότι ζούμε στη χώρα των λωτοφάγων- επιχειρούν, ματαίως φυσικά, να το αμφισβητήσουν, ο κ. Κώστας Καραμανλής έχει ήδη γράψει την ιστορία του ως πολιτικός ηγέτης ο οποίος υπερασπίσθηκε με θάρρος, φρόνηση και πλήρη ανιδιοτέλεια το εθνικό συμφέρον. Και «προς γνώσιν και συμμόρφωσιν» των «αμετανόητων» που προανέφερα, «έπεται συνέχεια» μη επιδεκτική αμφισβήτησης ως προς τη δικαίωση του κ. Κώστα Καραμανλή, μέσω της πλήρους αποκάλυψης της αλήθειας. Κατά τα λοιπά ο κ. Κώστας Καραμανλής έχει καταστήσει σαφές ότι αρκείται στον ρόλο, τον οποίο του έχει επιφυλάξει ο Ελληνικός Λαός και ουδεμία άλλη φιλοδοξία τρέφει. Πέραν δε τούτου είναι γνωστή η προσήλωσή του στην μεγάλη φιλελεύθερη Παράταξη της Νέας Δημοκρατίας.

ΕΡ : Δεχτήκατε σκληρές κριτικές για την «παράκαμψη του ΑΣΕΠ» ώστε να προσληφθεί κάποιος στο Δημόσιο. Πολλά χρόνια μετά, πως κρίνετε εσείς ο ίδιος εκείνες τις αποφάσεις σας για το «διάταγμα Παυλόπουλου», όπως καθιερώθηκε να προσφωνείται; Εάν θεωρείτε ορθή την πολιτική απόφαση, και το κυριότερο, στις περιπτώσεις που τηρήθηκε ο νόμος με σωστά δικαιολογητικά ποιο μπορεί να είναι το μέλλον για αυτούς τους χιλιάδες δημόσιους υπαλλήλους; Κάθε τόσο στοχοποιούνται παρότι σήμερα εκτιμάται ότι αποτελούν και τη «ραχοκοκαλιά» σε πολλές υπηρεσίες και επικοινωνιακά περνάει ότι βρίσκονται στον «αέρα».
ΑΠ : Το π.δ. 164/2004 –το λεγόμενο «διάταγμα Παυλόπουλου»- προσάρμοσε την ελληνική νομοθεσία στην ευρωπαϊκή οδηγία του 1999, αναφορικά με τους όμηρους συμβασιούχους –πάνω από 70.000- που είχε δημιουργήσει το πολιτικό καθεστώς Σημίτη. Άρα το διάταγμα αυτό θωρακίζεται με την υπέρτερη τυπική ισχύ του ευρωπαϊκού δικαίου. Αυτή είναι η μια και μόνη αλήθεια και όλα τα αντίθετα συνιστούν προϊόντα φθηνής και στοχευμένης προπαγάνδας. Πέραν τούτου ο τελικός έλεγχος για την μετατροπή των συμβάσεων σε αορίστου χρόνου έγινε από το ΑΣΕΠ –κι όχι βεβαίως από τον τότε υπουργό- το οποίο και φέρει την σχετική ευθύνη. Κατά τα λοιπά ο επανέλεγχος νομιμότητας της μετατροπής αυτής, δηλαδή το αν και κατά πόσον η ως άνω μετατροπή έγινε σύμφωνα με το π.δ. 164/2004 και όχι με ψευδή στοιχεία (π.χ. πλαστά πιστοποιητικά, ανακριβείς βεβαιώσεις χρόνου προϋπηρεσίας) είναι όχι μόνο θεσμικώς επιτρεπτός αλλά θα έλεγα και επιβεβλημένος, ιδίως υπό τις σημερινές συνθήκες. Και, αντιστρόφως: Ουδείς μπορεί ν’ απολυθεί νομίμως, εφόσον η μετατροπή της σύμβασής του σε αορίστου χρόνου έγινε τότε σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ. 164/2004.

ΕΡ : Σε αυτή την βαθιά κρίση, που δεν είναι μόνον οικονομική αλλά πρωτίστως αξιακή, πως σχολιάζετε το γεγονός ότι στο προσκήνιο βρίσκονται πρόσωπα που δεν έχουν τίποτε να πουν, καταφεύγουν στην ευτελή δημαγωγία και στην φασαρία; Ποιος τους χρειάζεται όλους αυτούς; Εκτιμάτε ότι η διολίσθηση έχει φτάσει πλέον στο τέρμα της; Πώς θα είναι η Ελλάδα τα επόμενα χρόνια; Θ’ ανακτήσει το πολιτικό σύστημα και οι πολιτικοί το επιβαλλόμενο κύρος για την συνέχιση της ομαλής λειτουργίας των κοινοβουλευτικών θεσμών;
ΑΠ : Πίστευα, πιστεύω και θα πιστεύω πάντα ότι ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορεί να εισέρχεται καθένας στον πολιτικό στίβο είναι μέσω της προηγούμενης κοινωνικής και επαγγελματικής αναγνώρισης και καταξίωσης. Γιατί όταν κάποιος γίνεται πολιτικός π.χ. «κληρονομικώ δικαιώματι» και μόνον ή δια του κατά περίπτωση «κομματικού σωλήνα» ή με τυχοδιωκτικές πολιτικές μεταλλάξεις, τότε γίνεται όχι πραγματικός πολιτικός αλλά αιχμάλωτος της πολιτικής. Με την έννοια ότι αφού δεν έχει καμία άλλη διέξοδο για να κερδίσει αξιοπρεπώς τη ζωή του, θα παραμείνει στην πολιτική κάνοντας οιανδήποτε υποχώρηση, ακόμη κι εκείνη που τον καθιστά αναξιοπρεπή. Μ’ άλλες λέξεις η πολιτική, από την φύση της και τις δημοκρατικές αξιακές της καταβολές, δεν μπορεί να είναι για τον πολιτικό «μονόδρομος» και «μονοκαλλιέργεια». Όμως η εφαρμογή του κανόνα αυτού ανήκει πρωτίστως στους πολίτες που ψηφίζουν. Εκείνοι μας επιλέγουν κι εκείνοι μας στέλνουν στο σπίτι μας. Κι έχω πάψει πια να πιστεύω στην περιβόητη «δύναμη των ΜΜΕ». Διότι αν, μετά τόσα «δείγματα γραφής» από τις «σειρήνες» της παραπληροφόρησης, δεχόμουν ότι εξακολουθούν να έχουν τέτοια πειθώ, θα ήταν σαν να υποβάθμιζα τη νοημοσύνη του πολίτη. Και δεν έχω κανένα τέτοιο δικαίωμα.