KOOYNINIOTIS GIORGOSΤης Μαρίας Καβούνη

Γιώργο μου!
κρατώ ακόμα την αίσθηση από εκείνο το φιλί που ανταλλάξαμε λίγες ώρες πριν φύγεις, εκεί στην αίθουσα του δημοτικού συμβουλίου που συναντηθήκαμε, κι ήταν αξύριστο το μάγουλό σου.

Το είχαμε συνήθειο να φιλιόμαστε σε κάθε μας συνάντηση και πάντα να παραπονιέμαι για τα γένια σου αλλά τώρα θα είναι απαλό το πρόσωπό σου. Μα πώς να σε χάσω, ακριβέ μου φίλε; Πώς να σε ξεχάσω; Κάθε φορά που έβρισκα δυσκολία κι απογοήτευση, ήσουν εκεί με ένα φαρδύ χαμόγελο και τη κοιλίτσα να κραδαίνει και μου έλεγες: «Τι σε νοιάζει εσένα φιλενάδα, αφού έχεις εμένα;» Κι όμως, για σένα η ζωή στάθηκε άστατη, σου τα έδωσε όλα και σου τα πήρε όλα. Και περιμέναμε κι ελπίζαμε να σου τα ξαναδώσει πίσω γιατί σου τα χρωστούσε.
Δεν τελείωσες ποτέ τις σπουδές σου, δεν μπόρεσες να αντέξεις τη δουλειά στην τράπεζα, δεν έμεινες στο γάμο σου αν και υπεραγαπούσες για πάντα τη πρώην σύζυγό σου. Σα να μη στέριωνες ποτέ και πουθενά, σα να μην ήθελες να στεριώσεις για να είσαι ελεύθερος, για να μπορείς να δραπετεύεις ανά πάσα στιγμή, όπως έκανες τώρα.
Σε θυμάμαι, μικρότερη εγώ, εσύ γύρω στα δεκαοχτώ κι ήσουν ομορφόπαιδο με σπορ αυτοκίνητο και σε ποθούσαν όλες. Πάντα σου άρεσαν οι ωραίες γυναίκες αν και μπορούσες να κάνεις κάθε γυναίκα να νοιώσει όμορφη, σου άρεσαν τα πανάκριβα αυτοκίνητα αν κι ένα παλιομηχανάκι καβαλούσες τελευταία. Σου άρεσε να έχεις τη δυνατότητα να σκορπάς χαρά, κέφι, διασκέδαση, πολυτέλεια, ευγένεια αν και η ζωή σου τα έφερε κάπως αλλιώς ειδικά ύστερα από το ταξίδι αναψυχής στας κορυδαλλίους νήσους, όπως έλεγες σαρκαστικά για να το ξορκίζεις.
Τα χρόνια που σε γνώρισα, μόλις από το 2010, τα ρούφηξες ως το μεδούλι, άδραξες τη ζωή και την έστυψες να μη σου ξεφύγει στάλα. Και τι δεν έκανες; Και τι δεν κάναμε μαζί;
Λάτρευες τα παιδιά αν και δεν απέκτησες ποτέ. Αυτή η γλυκιά σου αδυναμία, σκληρέ εσύ κρητίκαρε, σε έκανε παιδί κι εσένα! Με το ΑΓΑΦΡΟΝ σαρώσαμε όλα τα σχολεία για να δώσουμε χαρά στα παιδιά επειδή εσύ το ήθελες τόσο! Κι έπειτα έγινες Αι-Βασίλης για να ανάβεις το χριστουγεννιάτικο δέντρο και να μοιράζεις καραμέλες στα λυκόπουλα. Οργώσαμε βουνά και λαγκάδια να βρούμε μύλους και φουρνόξυλα για τη γιορτή του ψωμιού. Εκείνο το γιγάντιο χάρτινο καραβάκι με την καρδιά που φέραμε στο «Λιμάνι της καρδιάς μας» εσύ το διάλεξες, εσύ το πόθησες σαν παιδί και πώς μπορούσα να σου χαλάσω χατήρι; Έπειτα, για χάρη του εμπορικού συλλόγου, έστησες ξέφρενα πάρτι, χορούς, συναυλίες, μαγειρέματα, ζωγραφιές. Σε θυμάμαι, για την έκθεση μηχανοκίνητου αθλητισμού, να κουβαλάς ξεχαρβαλωμένες γυμνές κούκλες βιτρίνας σε κομμάτια και να γελάμε ασταμάτητα στο δρόμο με την εικόνα μας των δήθεν… δημοτικών αρχόντων.
Άρχοντας ήσουν από την κούνια σου, Γιώργο μου, και δεν είχες ανάγκη από κανένα τίτλο, από κανένα οφίτσιο. Και φίλος κι αδερφός και γιος… Κι όταν στο τηλέφωνο ήταν η μητέρα σου, ποτέ δε θα ξεχάσω τον τρόπο που έλεγες «ναι, μαμά…».
Χαίρομαι τόσο που σε γνώρισα, λυπάμαι τόσο που έφυγες νωρίς! Μακάρι η είδηση του θανάτου σου να ήταν ένα αστείο από εκείνα που συνήθιζες να κάνεις και τώρα να γελούσαμε αντί να θρηνούμε για εσένα. Σε είδα να ζεις σαν παιδί, σαν έφηβος, ένας άνδρας πραγματικός από τους λίγους. Σκόρπα τα χαμόγελά σου τώρα εκεί που πας από όπου κανείς δε μπορεί να δραπετεύσει. Αντίο, φίλε!

Ο Γιώργος Κουνινιώτης γεννήθηκε στις 17 Αυγούστου 1959 και άφησε την τελευταία του πνοή στο σπίτι του, τα ξημερώματα της 1ης Οκτώβρη 2014.
Ήταν γιος του αείμνηστου Δημάρχου Αιγίου Νικολάου Κουνινιώτη και της συζύγου του Αλίκης, αδερφός της Σοφίας και γόνος της γνωστής επιχειρηματικής οικογένειας. Μάλιστα δεν είχε το όνομα του παππού του Ανδρέα αλλά του θείου του, που έφυγε κι αυτός νωρίς, δολοφονημένος την Κατοχή.
Ο Γιώργος Κουνινιώτης είχε σπουδάσει Διοίκηση Επιχειρήσεων στο Πανεπιστήμιο McGill στο Μόντρεαλ του Καναδά και είχε διατελέσει Ειδικός Σύμβουλος στο Υπουργείο Πολιτισμού. Η ανάμιξή του με την πολιτική βρήκε την έκφρασή της τα τελευταία χρόνια στα κοινά του Δήμου Αιγιαλείας όπου στις εκλογές του Μαΐου επανεξελέγη μέλος της Δημοτικής Κοινότητας Αιγίου.
(ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ)