Τα ασυνόδευτα ανήλικα άτομα αποτελούν ιδιαίτερα ευάλωτη κατηγορία μεταναστών. Είναι υπήκοοι τρίτων χωρών ή ανιθαγενείς, οι οποίοι εισέρχονται ή βρίσκονται στην ελληνική επικράτεια, χωρίς να συνοδεύονται από τους κατά νόμο ή έθιμο υπευθύνους για την επιμέλειά τους. Πολλές φορές προέρχονται από συνθήκες πολέμου και εμφύλιες αναταραχές, έχουν χάσει τις οικογένειές τους και τα σπίτια τους και έχουν υποστεί βασανιστήρια και κακομεταχείριση.

Τα ασυνόδευτα ανήλικα άτομα δικαιούνται να κάνουν αίτηση για άσυλο και από μόνα τους, εφόσον οι αρμόδιες αστυνομικές αρχές έχουν ενημερώσει τον Εισαγγελέα Ανηλίκων και, όπου δεν υπάρχει, τον κατά τόπο αρμόδιο εισαγγελέα πρωτοδικών, προκειμένου να ενεργήσει ως ειδικός προσωρινός επίτροπος του ανηλίκου, έως ότου ληφθεί η τελική απόφαση σχετικά με την αίτηση ασύλου.

Στην πράξη, η εφαρμογή της παραπάνω διάταξης αποδεικνύεται προβληματική. Οι αρμόδιες αστυνομικές αρχές συνήθως δεν ενημερώνουν εγκαίρως τον Εισαγγελέα για την εξυπηρέτηση του απόλυτου συμφέροντος του παιδιού. Παρατηρείται, επίσης, καθυστέρηση από τους εισαγγελείς ως προς την έγκαιρη παρέμβαση για την κατάλληλη στέγαση και τις συνθήκες διαβίωσης των ανηλίκων. Επιπλέον, το έργο τους παρεμποδίζεται από την ανεπαρκή υποδομή υποδοχής για τα ασυνόδευτα ανήλικα άτομα που τυγχάνει να είναι πρόσφυγες ή να ζητούν άσυλο.

Τα ασυνόδευτα ανήλικα άτομα πολλές φορές είναι παιδιά χωρίς οικογένεια. Φθάνουν μόνα τους στη χώρα υποδοχής, στην οποία συχνά είναι δύσκολη η διασφάλιση των δικαιωμάτων τους. Γι’ αυτό το λόγο έχουν ανάγκη από την προστασία των εθνικών αρχών. Συχνά είναι θύματα παράνομης διακίνησης ανθρώπων (trafficking) ή “παιδιά των φαναριών”, αλλά αρκετές φορές απελαύνονται χωρίς να χαρακτηριστούν ως θύματα.

Τα παιδιά αυτά, εφόσον είναι ασυνόδευτα και δεν έχει προηγηθεί έρευνα για το αν είναι θύματα παράνομης διακίνησης ανθρώπων, δεν πρέπει να κρατούνται. Στις περιπτώσεις αυτές πρέπει να ενημερώνεται άμεσα ο Εισαγγελέας Ανηλίκων και να ξεκινά η διαδικασία για την προστασία τους, να γίνεται έρευνα στις χώρες προέλευσης και υποδοχής και να εγκαθίστανται σε κάποιο ίδρυμα έως ότου παραδοθούν στις οικογένειές τους.

Υπάρχουν απαράδεκτα κενά στην ελληνική νομοθεσία ως προς τον εντοπισμό των ασυνόδευτων ανήλικων ατόμων, ειδικά όταν φθάνουν ως μέλη ομάδων (οπότε επιβάλλεται σε βάρος τους το μέτρο της κράτησης), καθώς και ως προς το διορισμό επιτρόπου και την αναζήτηση διαρκών και βιώσιμων λύσεων για τα άτομα αυτά.

Τα κράτη υποδοχής θα πρέπει να εντείνουν τις προσπάθειές τους προκειμένου να διασφαλίζουν τα θεμελιώδη δικαιώματα κάθε παιδιού, όπως το δικαίωμα στην ζωή, την επιβίωση, την ανάπτυξη χωρίς διακρίσεις και το απόλυτο συμφέρον του. Πρέπει, επίσης, οι αρχές της χώρας υποδοχής να λαμβάνουν υπόψη τη γνώμη και τις επιθυμίες του.

Δεν είναι εύκολο να ανταποκριθούμε στις υποχρεώσεις μας ως κράτος, σύμφωνα με το εθνικό και το διεθνές δίκαιο, καθώς συχνά τα παιδιά αυτά είναι πρόσφυγες, χωρίς κανένα επίσημο έγγραφο. Έτσι δεν είναι απλό να διαπιστωθεί αν συνοδεύονται από τους φυσικούς γονείς ή τους νόμιμους κηδεμόνες τους. Η παράνομη είσοδος και η έλλειψη άμεσης επίσημης καταγραφής παρεμποδίζει τον εντοπισμό και την εξυπηρέτηση των αναγκών τους.

Είναι προφανές ότι τα ασυνόδευτα ανήλικα άτομα χρήζουν γενικότερα μιας ιδιαίτερης προστασίας και αρωγής, είτε πρόκειται για παιδιά-πρόσφυγες είτε όχι.

ΑΡΘΡΟ

του

Άγγελου Τσιγκρή

Δικηγόρου – Διδάκτορα Εγκληματολογίας